mastérisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mastérisation | mastérisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmastérisation (fr) θηλυκό
- η ένωση του ήχου και της εικόνας στην ίδια ταινία ενός φιλμ
- (κατ’ επέκταση) η ένωση στο ίδιο μέσο διαφόρων τύπων πληροφοριών (ήχου, εικόνας, κ.α.)
- (Γαλλία) (Βέλγιο) το να είναι κάποιος κάτοχος ενός τίτλου μάστερ
- la mastérisation des enseignants - η υποχρέωση να έχει κάποιος ένα μάστερ για να μπορέσει να προσληφθεί σαν δάσκαλος ή καθηγητής