ενικός         πληθυντικός  
mastérisation mastérisations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mastérisation (fr) θηλυκό

  1. η ένωση του ήχου και της εικόνας στην ίδια ταινία ενός φιλμ
  2. (κατ’ επέκταση) η ένωση στο ίδιο μέσο διαφόρων τύπων πληροφοριών (ήχου, εικόνας, κ.α.)
  3. (Γαλλία) (Βέλγιο) το να είναι κάποιος κάτοχος ενός τίτλου μάστερ
    la mastérisation des enseignants - η υποχρέωση να έχει κάποιος ένα μάστερ για να μπορέσει να προσληφθεί σαν δάσκαλος ή καθηγητής

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία