Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marronnier marronniers

marronnier (fr) αρσενικό

  1. η καστανιά, η πικροκαστανιά
  2. λέγεται για ένα θέμα που επανέρχεται κάθε χρόνο στις ειδήσεις (π.χ. το βάρος της σχολικής σάκας, η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων του μετρό, κ.λπ.)