manovro-povo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- manovro-povo < manovro (ελιγμός) + povo (δυνατότητα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manovro-povo | manovro-povoj |
αιτιατική | manovro-povon | manovro-povojn |
manovro-povo (eo)