manovro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manovro | manovroj |
αιτιατική | manovron | manovrojn |
manovro (eo)
- η μανούβρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manovro | manovroj |
αιτιατική | manovron | manovrojn |
manovro (eo)