mamelonné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mamelonné < mamelon
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.m(ə)lɔ.ne/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mamelonné | mamelonnés |
θηλυκό | mamelonnée | mamelonnées |
mamelonné (fr)
- λοφώδης, καλυμμένος από εξογκώματα που έχουν μορφή λόφων