malriĉa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malriĉa | malriĉaj |
αιτιατική | malriĉan | malriĉajn |
malriĉa (eo)
- la plej malriĉaj landoj - τα πιο φτωχά κράτη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malriĉa | malriĉaj |
αιτιατική | malriĉan | malriĉajn |
malriĉa (eo)