malhelpado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malhelpado | malhelpadoj |
αιτιατική | malhelpadon | malhelpadojn |
malhelpado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malhelpado | malhelpadoj |
αιτιατική | malhelpadon | malhelpadojn |
malhelpado (eo)