helpado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | helpado | helpadoj |
αιτιατική | helpadon | helpadojn |
helpado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | helpado | helpadoj |
αιτιατική | helpadon | helpadojn |
helpado (eo)