malaliĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malaliĝo | malaliĝoj |
αιτιατική | malaliĝon | malaliĝojn |
malaliĝo (eo)
- διακοπή συνδρομής (σε εφημερίδα, περιοδικό, κλπ.)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malaliĝo | malaliĝoj |
αιτιατική | malaliĝon | malaliĝojn |
malaliĝo (eo)