aliĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliĝo | aliĝoj |
αιτιατική | aliĝon | aliĝojn |
aliĝo (eo)
- συνδρομή (σε εφημερίδα, περιοδικό, κλπ.)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliĝo | aliĝoj |
αιτιατική | aliĝon | aliĝojn |
aliĝo (eo)