lustful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | lustful |
συγκριτικός | more lustful |
υπερθετικός | most lustful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlustful (en) (συνήθως κακόσημο)
- λάγνος, που αισθάνεται ή δείχνει έντονη σεξουαλική επιθυμία
- ⮡ lustful eyes - λάγνα μάτια
- ⮡ lustful glances/desires - λάγνες ματιές/επιθυμίες