lustfully
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | lustfully |
συγκριτικός | more lustfully |
υπερθετικός | most lustfully |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
lustfully (en)
- λάγνα
- ↪ She looked at him lustfully.
- Τον κοίταξε λάγνα.
- ↪ She looked at him lustfully.