ενικός         πληθυντικός  
lotissement lotissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lotissement (fr) αρσενικό

  1. διαίρεση ενός χωραφιού, οικοπεδοποίηση
  2. (κατ’ επέκταση) συνοικία που έχει δημιουργηθεί από την οικοπεδοποίηση ενός ή πολλών χωραφιών

Συγγενικά

επεξεργασία