lotissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lotissement | lotissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
lotissement (fr) αρσενικό
- διαίρεση ενός χωραφιού, οικοπεδοποίηση
- (κατ’ επέκταση) συνοικία που έχει δημιουργηθεί από την οικοπεδοποίηση ενός ή πολλών χωραφιών