lotisseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lotisseur | lotisseurs |
θηλυκό | lotisseuse | lotisseuses |
Ουσιαστικό επεξεργασία
lotisseur (fr)
- αυτός που ασχολείται με την οικοπεδοποίηση
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lotisseur | lotisseurs |
θηλυκό | lotisseuse | lotisseuses |
lotisseur (fr)