loko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loko | lokoj |
αιτιατική | lokon | lokojn |
loko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loko | lokoj |
αιτιατική | lokon | lokojn |
loko (eo)