litro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | litro | litroj |
αιτιατική | litron | litrojn |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlitro (eo)
- το λίτρο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
litro | litri |
Ετυμολογία
επεξεργασία- litro < (άμεσο δάνειο) γαλλική litre
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlitro (it)
- (μονάδα μέτρησης) το λίτρο