lilio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lilio | lilioj |
αιτιατική | lilion | liliojn |
lilio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lilio | lilioj |
αιτιατική | lilion | liliojn |
lilio (eo)