akvolilio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvolilio | akvolilioj |
αιτιατική | akvolilion | akvoliliojn |
akvolilio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akvolilio | akvolilioj |
αιτιατική | akvolilion | akvoliliojn |
akvolilio (eo)