licenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | licenco | licencoj |
αιτιατική | licencon | licencojn |
licenco (eo)
- (πληροφορική) η άδεια χρήσης ενός προγράμματος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | licenco | licencoj |
αιτιατική | licencon | licencojn |
licenco (eo)