Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lia < li + -a

  Προφορά επεξεργασία

 

  Αντωνυμία επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική lia
αιτιατική lian

lia (eo)

  • (δικός) του (ο κάτοχος είναι αρσενικού γένους)
    ŝi akceptis lian inviton - δέχτηκε την πρόσκλησή του