lesivmaŝino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lesivmaŝino | lesivmaŝinoj |
αιτιατική | lesivmaŝinon | lesivmaŝinojn |
lesivmaŝino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lesivmaŝino | lesivmaŝinoj |
αιτιατική | lesivmaŝinon | lesivmaŝinojn |
lesivmaŝino (eo)