lay back
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | lay back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lays back |
αόριστος | laid back |
παθητική μετοχή | laid back |
ενεργητική μετοχή | laying back |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
lay back (en)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
lay back (en)