Ετυμολογία

επεξεργασία
laudo < laus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lēwt- / *lēwdʰ- ‎(άσμα, ήχος) < *lēw- (ηχώ, άδω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlau.doː/
 

laudo (la) (laudō1, laudāvī, laudātum, laudāre)