ενικός         πληθυντικός  
lassitude lassitudes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lassitude (fr) θηλυκό

  1. κόπωση
     συνώνυμα: abattement, fatigue
     αντώνυμα: bien-être, entrain
  2. αποθάρρυνση, βαρεμάρα
     αντώνυμα: courage, enthousiasme