laosano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laosano | laosanoj |
αιτιατική | laosanon | laosanojn |
laosano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laosano | laosanoj |
αιτιατική | laosanon | laosanojn |
laosano (eo)