landscape
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
landscape | landscapes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlandscape (en)
- το τοπίο
- ⮡ We stood and admired the landscape.
- Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το τοπίο.
- ⮡ We stood and admired the landscape.
- η τοπιογραφία, το τοπίο, ζωγραφικός πίνακας που παρασταίνει τοπίο
- (μη μετρήσιμο) τρόπος εκτύπωσης ενός εγγράφου κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι μακρές πλευρές του χαρτιού να βρίσκονται πάνω και κάτω
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | landscape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | landscapes |
αόριστος | landscaped |
παθητική μετοχή | landscaped |
ενεργητική μετοχή | landscaping |
landscape (en)
- φυτεύω λουλούδια και δέντρα για να ομορφύνω ένα μέρος