lado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lado | ladoj |
αιτιατική | ladon | ladojn |
lado (eo)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
lado | lados |
lado (pt) αρσενικό
- η πλευρά