laboraĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.boˈɾa.ʒo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboraĵo | laboraĵoj |
αιτιατική | laboraĵon | laboraĵojn |
laboraĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboraĵo | laboraĵoj |
αιτιατική | laboraĵon | laboraĵojn |
laboraĵo (eo)