légende
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- légende < εκκλησιαστική λατινική legenda (που πρέπει να διαβαστεί) < legendus, γερουνδιακό του ρήματος lego [1] < πρωτοϊταλική *legō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leǵ-
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: λεζάντα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
légende | légendes |
légende (fr) θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «λεζάντα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- légende - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- légende - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online