Ετυμολογία

επεξεργασία
légende < εκκλησιαστική λατινική legenda (που πρέπει να διαβαστεί) < legendus, γερουνδιακό του ρήματος lego [1] < πρωτοϊταλική *legō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leǵ-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: λεζάντα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
légende légendes

légende (fr) θηλυκό

  1. ο θρύλος
  2. το υπόμνημα, η λεζάντα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «λεζάντα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.