kvieto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvieto | kvietoj |
αιτιατική | kvieton | kvietojn |
kvieto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvieto | kvietoj |
αιτιατική | kvieton | kvietojn |
kvieto (eo)