kurteno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurteno | kurtenoj |
αιτιατική | kurtenon | kurtenojn |
kurteno (eo)
- la fera kurteno, το σιδηρούν παραπέτασμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurteno | kurtenoj |
αιτιατική | kurtenon | kurtenojn |
kurteno (eo)