Ετυμολογία

επεξεργασία
kulpo < λατινική culpa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkul.po/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kulpo kulpoj
αιτιατική kulpon kulpojn

kulpo (eo)

ne helpi lin estus kulpo - το να μην τον βοηθήσουμε θα ήταν λάθος