kuirforno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuirforno | kuirfornoj |
αιτιατική | kuirfornon | kuirfornojn |
kuirforno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuirforno | kuirfornoj |
αιτιατική | kuirfornon | kuirfornojn |
kuirforno (eo)