Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

koymak < οθωμανική τουρκική قویمق (koymak, βάζω) < πρωτοτουρκική *kod- (βάζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔjˈmɑk/

  Ρήμα επεξεργασία

koymak (tr)

  1. (μεταβατικό) βάζω, μετακινώ κάτι και το αφήνω σε ένα σημείο
    Kitabı kitaplığa koydum.Έβαλα το βιβλίο στη βιβλιοθήκη.
  2. (αμετάβατο) αγγίζω, συγκινώ κάποιον
     συνώνυμα: dokunmak, etkilemek
    Sözleri bana çok koydu. — Με άγγιξαν πολύ τα λόγια του.

Κλίση επεξεργασία