dwie koperty (1)
 
koperta (3)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
koperta < (άμεσο δάνειο) ιταλική coperta

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔˈpɛrta/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

koperta (pl) θηλυκό

  1. ο φάκελος, θήκη από χαρτί για την αποστολή επιστολών
  2. (μεταφορικά) κάτι που δείχνει χιαστί όπως το πίσω μέρος ενός φακέλου
  3. (μεταφορικά) ειδικότερα το σήμα απαγόρευσης στάσης και στάθμευσης

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία