Πολωνικά (pl) επεξεργασία

 
dwie koperty okienkowe (1)

  Ετυμολογία επεξεργασία

koperta okienkowa (pl) < από τις λέξεις okienkowy (pl) και koperta (pl)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

koperta okienkowa (pl) θηλυκό