konto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- konto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konto | kontoj |
αιτιατική | konton | kontojn |
konto (eo)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkonto (pl) ουδέτερο
- o λογαριασμός:
- σε τράπεζα
- (πληροφορική) σε εξυπηρετητή
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkonto (sv) ουδέτερο