konstruado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konstruado < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstruado | konstruadoj |
αιτιατική | konstruadon | konstruadojn |
konstruado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstruado | konstruadoj |
αιτιατική | konstruadon | konstruadojn |
konstruado (eo)