konsidero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsidero | konsideroj |
αιτιατική | konsideron | konsiderojn |
konsidero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konsidero | konsideroj |
αιτιατική | konsideron | konsiderojn |
konsidero (eo)