kongrueco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kongrueco | kongruecoj |
αιτιατική | kongruecon | kongruecojn |
kongrueco (eo)
- το ταίριασμα, η αντιστοιχία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kongrueco | kongruecoj |
αιτιατική | kongruecon | kongruecojn |
kongrueco (eo)