konforma
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konforma | konformaj |
αιτιατική | konforman | konformajn |
konforma (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konforma | konformaj |
αιτιατική | konforman | konformajn |
konforma (eo)