konduto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konduto | kondutoj |
αιτιατική | konduton | kondutojn |
konduto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konduto | kondutoj |
αιτιατική | konduton | kondutojn |
konduto (eo)