konata
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konata < ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος koni
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konata | konataj |
αιτιατική | konatan | konatajn |
konata (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konata | konataj |
αιτιατική | konatan | konatajn |
konata (eo)