komunio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈmu.ni.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komunio | komunioj |
αιτιατική | komunion | komuniojn |
komunio (eo)
- η θεία κοινωνία, η θεία ευχαριστία