kolbaso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kolbaso < ρωσικά « колбаса » (kolbasa)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolbaso | kolbasoj |
αιτιατική | kolbason | kolbasojn |
kolbaso (eo)
- το αλλαντικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolbaso | kolbasoj |
αιτιατική | kolbason | kolbasojn |
kolbaso (eo)