koincido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- koincido < αγγλική coincidence, γαλλική coïncidence
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koincido | koincidoj |
αιτιατική | koincidon | koincidojn |
koincido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koincido | koincidoj |
αιτιατική | koincidon | koincidojn |
koincido (eo)