Ετυμολογία

επεξεργασία
klopodema < klopod- + -em- + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική klopodema klopodemaj
αιτιατική klopodeman klopodemajn

klopodema (eo)

  • πολυάσχολος, που του αρέσει να προσπαθεί να πραγματοποιήσει πολλά πράγματα