klapo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klapo | klapoj |
αιτιατική | klapon | klapojn |
klapo (eo)
- το καπάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klapo | klapoj |
αιτιατική | klapon | klapojn |
klapo (eo)