kilobyte
Διαγλωσσικοί όροιΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- kilobyte < (άμεσο δάνειο) αγγλική kilobyte. Αναλύεται σε kilo- + byte
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kilobyte
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
σε διάφορες γλώσσες:
- → δείτε κιλομπάιτ#Μεταφράσεις
επίσης:
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kilobyte (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- kilobyte στην αγγλική Βικιπαίδεια