terabyte
Διαγλωσσικοί όροι επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- terabyte < (άμεσο δάνειο) αγγλική terabyte. Αναλύεται σε tera- + byte
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
terabyte
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
σε διάφορες γλώσσες:
- → δείτε τεραμπάιτ#Μεταφράσεις
επίσης:
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
terabyte (en)
- (πληροφορική, μονάδα μέτρησης) τεραμπάιτ
- συντομογραφία: TB
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- terabyte στην αγγλική Βικιπαίδεια